Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



δαναζόλη, η


Ερμηνεία:

Aνδρογόνο, παράγωγο της α-αιθινυλτεστοστερόνης.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Successful use of danazol for hereditary angio-oedema.C Rajagopal, J R Harper.Arch Dis Child. 1981 March; 56(3): 229–230.


Συνώνυμα:



 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φαρμακολογία: